Διέπω στα εσθονικά

Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitsema, diepo
Διέπω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διέπω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διένεξη στα εσθονικά - sõnasõda, vaidlema, vaidlustama, vaidlus, vaidluse, vaidluste, vaidlust, ...
  • διέξοδος στα εσθονικά - väljalaskeava, seinakontakt, pistikupesa, väljund, pistikupessa, seinakontakti
  • διήθηση στα εσθονικά - filtreerimine, filtreerimise, filtrimise, filtreerimisega, filtreerimist
  • διίσταμαι στα εσθονικά - eriarvamus, lahknema, hargnema, erinevad, kõrvale, erineda
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: valitsema, diepo