Διέπω στα ρουμανικά

Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diepo
Διέπω στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, διέπω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • διένεξη στα ρουμανικά - conflict, dispută, disputa, litigiu, litigiilor, a litigiilor
  • διέξοδος στα ρουμανικά - vulcan, priză, evacuare, ieșire, de evacuare, de ieșire
  • διήθηση στα ρουμανικά - filtrare, de filtrare, filtrarea, filtrare în
  • διίσταμαι στα ρουμανικά - diverge, divergente, sunt divergente, diverg, se abată
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: diepo