Διέπω στα σλοβενικά

Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vladat, diepo
Διέπω στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, διέπω στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • διένεξη στα σλοβενικά - spor, sporov, spora, sporu
  • διέξοδος στα σλοβενικά - vtičnica, vtičnico, outlet, izstop, odvod
  • διήθηση στα σλοβενικά - filtracija, filtriranje, filtracije, filtracijo, filtracijski
  • διίσταμαι στα σλοβενικά - razhajajo, odstopajo, razlikujejo, odstopa, razlikujeta
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: vladat, diepo