Διέπω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
diepo
Διέπω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διέπω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • διένεξη στα λευκορωσικά - спрэчка, спрэчку, спорт, спор, спрэчкі
  • διέξοδος στα λευκορωσικά - выхад, выйсце, вынахад
  • διήθηση στα λευκορωσικά - фільтраванне, фільтрацыя
  • διίσταμαι στα λευκορωσικά - разыходзіцца, расхадзіцца, расходзіцца
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: diepo