Διέπω στα δανικά

Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
regere, styre, diepo
Διέπω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας δανικά, διέπω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διένεξη στα δανικά - strid, konflikt, tvist, tvisten, tvister, tvistens
  • διέξοδος στα δανικά - udgang, outlet, stikkontakt, udløb, udløbet, stikkontakten
  • διήθηση στα δανικά - filtrering, filtration, filtreringen, filtreringssystem
  • διίσταμαι στα δανικά - afviger, divergerer, afvige, divergere
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: regere, styre, diepo