Διέπω στα λιθουανικά
Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viešpatauti, valdyti, diepo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέπω
διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διέπω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διένεξη στα λιθουανικά - prieštaravimas, konfliktas, ginčas, ginčų, ginčo, ginčą, ginčai
- διέξοδος στα λιθουανικά - vulkanas, ugnikalnis, anga, išėjimas, išleidimo, lizdas, lizdo
- διήθηση στα λιθουανικά - filtravimas, filtravimo, filtracijos, filtracija, filtravimą
- διίσταμαι στα λιθουανικά - skirtis, nukrypti, skiriasi, nukryps, nukrypsta
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: viešpatauti, valdyti, diepo
Μεταφράσεις: viešpatauti, valdyti, diepo