Διέπω στα γερμανικά
Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
herrschen, regieren, diepo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέπω
διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας γερμανικά, διέπω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- διένεξη στα γερμανικά - streit, wortstreit, streiten, zwist, auseinandersetzung, wortwechsel, disput, ...
- διέξοδος στα γερμανικά - luftloch, absatzkanal, absatzgebiet, auslas, abfluss, öffnung, abluftstutzen, ...
- διήθηση στα γερμανικά - filtrierung, Filtration, Filter, Filtrations, Filterung
- διίσταμαι στα γερμανικά - unstimmigkeit, divergieren, abweichen, auseinander gehen, auseinander
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: herrschen, regieren, diepo
Μεταφράσεις: herrschen, regieren, diepo