Διέπω στα σουηδικά
Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regera, styra, diepo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέπω
διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας σουηδικά, διέπω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- διένεξη στα σουηδικά - diskutera, tvist, gräl, gräla, träta, konflikt, strid, ...
- διέξοδος στα σουηδικά - avlopp, utlopp, utlopps, utloppet, uttaget, Outlet
- διήθηση στα σουηδικά - filtrering, filtrerings, filtreringen, filter
- διίσταμαι στα σουηδικά - divergerar, avvika, avviker, skiljer, skiljer sig
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: regera, styra, diepo
Μεταφράσεις: regera, styra, diepo