Διέπω στα ιταλικά

Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
governare, diepo
Διέπω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας ιταλικά, διέπω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διένεξη στα ιταλικά - controversia, disputa, questione, vertenza, bisticciare, disputare, bega, ...
  • διέξοδος στα ιταλικά - esito, sbocco, sfogo, presa, uscita, presa di, di uscita, ...
  • διήθηση στα ιταλικά - filtrazione, filtraggio, di filtrazione, di filtraggio, la filtrazione
  • διίσταμαι στα ιταλικά - dissenso, divergere, divergono, discostarsi, divergenti, differire
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: governare, diepo