Διέπω στα ισπανικά
Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
regir, capitanear, gobernar, diepo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέπω
διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας ισπανικά, διέπω στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- διένεξη στα ισπανικά - lucha, gresca, disputar, pleito, contienda, disputa, conflicto, ...
- διέξοδος στα ισπανικά - desembocadura, desagüe, abertura, orificio, salida, de salida, toma, ...
- διήθηση στα ισπανικά - filtración, de filtración, la filtración, filtrado, filtración de
- διίσταμαι στα ισπανικά - disidencia, divergir, divergen, diferir, apartarse, divergentes
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: regir, capitanear, gobernar, diepo
Μεταφράσεις: regir, capitanear, gobernar, diepo