Διέπω στα ισλανδικά
Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
drottna, diepo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέπω
διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διέπω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διένεξη στα ισλανδικά - ágreiningur, deila, deilu, deilan, ágreining, deilunni
- διέξοδος στα ισλανδικά - affall, útrás, innstungu, úttak, úttakið, úttaki
- διήθηση στα ισλανδικά - síun, síast, Filtration, Siun, Sfun
- διίσταμαι στα ισλανδικά - víki, munur, stangast, stangast á, munur er
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: drottna, diepo
Μεταφράσεις: drottna, diepo