Διέπω στα λατινικά
Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
moderor, rego
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέπω
διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας λατινικά, διέπω στα λατινικά
Μεταφράσεις
- διένεξη στα λατινικά - altercatio, disputatio, litigo, certo
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: moderor, rego
Μεταφράσεις: moderor, rego