Διέπω στα λετονικά
Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vadīt, pārvaldīt, diepo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέπω
διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας λετονικά, διέπω στα λετονικά
Μεταφράσεις
- διένεξη στα λετονικά - strīds, konflikts, strīdēties, ķildoties, nesaskaņa, strīdu, strīda, ...
- διέξοδος στα λετονικά - vulkāns, izeja, kontaktligzda, noieta, noieta tirgus, izvads
- διήθηση στα λετονικά - filtrācija, filtrēšana, filtrēšanas, filtrācijas, filtrēšanai
- διίσταμαι στα λετονικά - novirzīties, atšķirties, atšķiras, atšķirīgi, atšėiras
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: vadīt, pārvaldīt, diepo
Μεταφράσεις: vadīt, pārvaldīt, diepo