Προικισμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надарен, надарени, талантлив, надарена, даровит
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικισμένος
προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προικισμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- προθυμία στα βουλγαρικά - готовност, желание, желанието, готовността, воля
- προικίζω στα βουλγαρικά - зестра, Dower, Дауър, дарение, наследствен дял на вдовица
- προικοδότηση στα βουλγαρικά - склад, дарение, дар, надаряване, фонд, дотационен
- προκαλώ στα βουλγαρικά - повод, предизвикателство, влизане, намеса, предизвикателството
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: надарен, надарени, талантлив, надарена, даровит
Μεταφράσεις: надарен, надарени, талантлив, надарена, даровит