Προικισμένος στα νορβηγικά
Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
begavet, begavede, ressurssterke, talentfulle, dyktig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικισμένος
προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, προικισμένος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- προθυμία στα νορβηγικά - iver, villighet, vilje, viljen, vilje til
- προικίζω στα νορβηγικά - medgift, giftet, Dower, tilhørte, hjemmegiftet
- προικοδότηση στα νορβηγικά - gave, legat, begavelse, kapitalforsikring, begavelsen
- προκαλώ στα νορβηγικά - fremkalle, årsak, grunn, utfordring, overtale, provosere, forårsake, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: begavet, begavede, ressurssterke, talentfulle, dyktig
Μεταφράσεις: begavet, begavede, ressurssterke, talentfulle, dyktig