Προικισμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dotado, talentoso, prendado, dotados, talentosa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικισμένος
προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προικισμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προθυμία στα πορτογαλικά - avidez, boa vontade, vontade, disposição, disponibilidade, desejo
- προικίζω στα πορτογαλικά - endossante, dotar, dote, Dower, dom natural, o dote, da viúva
- προικοδότηση στα πορτογαλικά - talento, doação, dotação, dom, investidura, endowment
- προκαλώ στα πορτογαλικά - induzir, móvel, incitar, aprovisionar, processo, arrostar, indonésia, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dotado, talentoso, prendado, dotados, talentosa
Μεταφράσεις: dotado, talentoso, prendado, dotados, talentosa