Προικισμένος στα γερμανικά

Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begabt, talentvoll, begabte, begabten, begabter, begnadeter
Προικισμένος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικισμένος

προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, προικισμένος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • προθυμία στα γερμανικά - eifer, munterkeit, bereitwilligkeit, begierde, Bereitschaft, die Bereitschaft, bereit
  • προικίζω στα γερμανικά - Mitgift, Witwen, dower, Brautgabe, Morgengabe
  • προικοδότηση στα γερμανικά - ausstattung, aussteuer, stiftung, dotierung, talent, gabe, begabung, ...
  • προκαλώ στα γερμανικά - rechtsstreit, sache, plagen, herausfordern, grund, erregen, kampfansage, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: begabt, talentvoll, begabte, begabten, begabter, begnadeter