Προικισμένος στα ουγγρικά
Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tehetséges, a tehetséges, tehetségesek, tehetségesebb, legtehetségesebb
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικισμένος
προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, προικισμένος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- προθυμία στα ουγγρικά - hajlandóság, hajlandóságát, hajlandóságot, hajlandósága
- προικίζω στα ουγγρικά - éket illeszt, Dower, özvegyi, hozomány, Dower és
- προικοδότηση στα ουγγρικά - alapítvány, dotáció, dotálás, alapítványozás, kiházasítás, támogatás, dotációs, ...
- προκαλώ στα ουγγρικά - ügy, kihívás, kihívást, kihívást jelent, kihívásnak, kihívással
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tehetséges, a tehetséges, tehetségesek, tehetségesebb, legtehetségesebb
Μεταφράσεις: tehetséges, a tehetséges, tehetségesek, tehetségesebb, legtehetségesebb