Προικισμένος στα ρουμανικά

Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
talentat, înzestrat, dotat, inzestrat, de talentat
Προικισμένος στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικισμένος

προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, προικισμένος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • προθυμία στα ρουμανικά - aviditate, bunăvoință, dorința, disponibilitatea, dorința de, disponibilitatea de
  • προικίζω στα ρουμανικά - zestre, dower, zestrea, de zestre, talent
  • προικοδότηση στα ρουμανικά - dar, dotare, dotarea, dotării, de dotare, înzestrare
  • προκαλώ στα ρουμανικά - provocare, cauză, campanie, intrări, provocări, provocarea, problemă
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: talentat, înzestrat, dotat, inzestrat, de talentat