Προικισμένος στα ισπανικά

Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dotado, talentoso, dotados, talento, dotada
Προικισμένος στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικισμένος

προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας ισπανικά, προικισμένος στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • προθυμία στα ισπανικά - ardor, anhelo, ansia, ahínco, voluntad, disposición, buena voluntad, ...
  • προικίζω στα ισπανικά - dote, dower, la dote, ganancial, de Dower
  • προικοδότηση στα ισπανικά - donación, dotación, dotación de, la dotación, investidura, de dotación
  • προκαλώ στα ισπανικά - enconar, pleito, originar, causa, desafiar, retar, suscitar, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: dotado, talentoso, dotados, talento, dotada