Προικισμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
talentvol, getalenteerd, begaafd, begaafde, hoogbegaafde, getalenteerde, begenadigd
Προικισμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικισμένος

προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προικισμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προθυμία στα ολλανδικά - begerigheid, graagte, begeerte, bereidwilligheid, wil, bereidheid, bereid, ...
  • προικίζω στα ολλανδικά - meegeven, begiftigen, bruidschat, Dower, bruidsschat, huwelijksgift, talent
  • προικοδότηση στα ολλανδικά - schenking, aanleg, talent, gave, begaafdheid, dotatie, begiftiging, ...
  • προκαλώ στα ολλανδικά - irriteren, besluiten, veldtocht, geding, proces, concluderen, prikkelen, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: talentvol, getalenteerd, begaafd, begaafde, hoogbegaafde, getalenteerde, begenadigd