Προικισμένος στα λετονικά
Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
talantīgs, apdāvināts, apdāvinātiem, apdāvināti, apdāvinātie, talantīgs uz
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικισμένος
προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας λετονικά, προικισμένος στα λετονικά
Μεταφράσεις
- προθυμία στα λετονικά - gatavība, gatavību, vēlēšanās, vēlme, vēlmi
- προικίζω στα λετονικά - pūrs, dotības, atraitnes daļa, apveltīt, atstāt mantojumu
- προικοδότηση στα λετονικά - spējas, talants, dotācija, dāvinājums, dotācijas, uzkrājošās, Centra dotāciju
- προκαλώ στα λετονικά - kampaņa, cēlonis, pamats, izaicinājums, iemesls, uzdevums, problēma, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: talantīgs, apdāvināts, apdāvinātiem, apdāvināti, apdāvinātie, talantīgs uz
Μεταφράσεις: talantīgs, apdāvināts, apdāvinātiem, apdāvināti, apdāvinātie, talantīgs uz