Προικισμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обдарований, талановитий, обдарована
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικισμένος
προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προικισμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προθυμία στα ουκρανικά - завзяття, бажання, жвавість, готовність
- προικίζω στα ουκρανικά - заповісти, наділяти, обдаровувати, заповісте, придане, посаг
- προικοδότηση στα ουκρανικά - пожертва, надяг, надів, наділ, наділення, фонд, фонду
- προκαλώ στα ουκρανικά - завдавати, завдати, санкція, справа, провокатор, виклик, відвід, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: обдарований, талановитий, обдарована
Μεταφράσεις: обдарований, талановитий, обдарована