Προικισμένος στα τούρκικα

Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetenekli, üstün yetenekli, yetenekli bir, Üstün zekalı, Üstün zekâlı
Προικισμένος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικισμένος

προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, προικισμένος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • προθυμία στα τούρκικα - şevk, isteklilik, istekli, isteği, istekliliği, istekleri
  • προικίζω στα τούρκικα - çeyiz, Dower, drahoma, yetenek, kabiliyet
  • προικοδότηση στα τούρκικα - yetenek, bağış, Endowment, Biriktirme, birikimli, Donatımı
  • προκαλώ στα τούρκικα - neden, kızdırmak, sebep, meydan okuma, sorun, zorluk, meydan, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yetenekli, üstün yetenekli, yetenekli bir, Üstün zekalı, Üstün zekâlı