Προικισμένος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адораны, таленавіты, адоранае, надзелены
Προικισμένος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικισμένος

προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, προικισμένος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • προθυμία στα λευκορωσικά - гатоўнасць, гатовасць, гатоўнасьць, гатовасьць
  • προικίζω στα λευκορωσικά - пасаг, прыданае, пасагу, пасаг яго
  • προικοδότηση στα λευκορωσικά - фонд
  • προκαλώ στα λευκορωσικά - штурхаць, вёска, прынасiць, рабiць, выклік, выклік Ці, вызаў
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адораны, таленавіты, адоранае, надзелены