Προικισμένος στα δανικά
Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
begavet, begavede, talentfulde, talentfuld, dygtig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικισμένος
προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας δανικά, προικισμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- προθυμία στα δανικά - villighed, vilje, vilje til, villig, villige
- προικίζω στα δανικά - Dower, medgift, enkesæde for, enkesæde, af Dower
- προικοδότηση στα δανικά - begavelse, bevillingsrammen, begavelsen, endowment, indskudskapital
- προκαλώ στα δανικά - grund, udfordre, slutte, årsag, udfordring, udfordringen, tackling, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: begavet, begavede, talentfulde, talentfuld, dygtig
Μεταφράσεις: begavet, begavede, talentfulde, talentfuld, dygtig