Προικισμένος στα ιταλικά

Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capace, abile, dotato, talento, dotati, dotata, di talento
Προικισμένος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικισμένος

προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, προικισμένος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • προθυμία στα ιταλικά - volontà, disponibilità, propensione, la volontà, la propensione
  • προικίζω στα ιταλικά - doario, dower, dote, la dote, in dote
  • προικοδότηση στα ιταλικά - dote, dotazione, di dotazione, investitura, dotazione di
  • προκαλώ στα ιταλικά - motivo, ragione, persuadere, sfidare, lite, provocare, disfida, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: capace, abile, dotato, talento, dotati, dotata, di talento