Προικισμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
andekas, talendikas, andekate, andekad, andekaid
Προικισμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικισμένος

προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, προικισμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • προθυμία στα εσθονικά - valmidus, innukus, tarm, valmisolek, valmisolekut, soovi, tahet, ...
  • προικίζω στα εσθονικά - kaasavaraks andma, Dower, kaasavara
  • προικοδότηση στα εσθονικά - varustamine, sihtkapital, anne, dotatsioon, sihtkapitali, asutamiskapitali, kapitalikogumiskindlustus, ...
  • προκαλώ στα εσθονικά - ärgitama, põhjus, nõudma, provotseerima, väljakutse, tekitama, põhjustaja, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: andekas, talendikas, andekate, andekad, andekaid