Προικισμένος στα πολωνικά

Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utalentowany, zdolny, uzdolniony, utalentowanym, uzdolnionych
Προικισμένος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικισμένος

προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, προικισμένος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • προθυμία στα πολωνικά - gorliwość, ochota, żwawość, zapał, gotowość, pragnienie, skwapliwość, ...
  • προικίζω στα πολωνικά - obdzielać, obdarowywać, zaopatrzyć, wyposażać, obdarzać, fundować, obdarować, ...
  • προικοδότηση στα πολωνικά - dotacja, wyposażenie, fundacja, obdarowanie, wysokości środków, Zmiana wysokości środków, dożycie
  • προκαλώ στα πολωνικά - sprawić, zrządzić, wywoływać, cel, spowodowanie, wyżywać, prowokować, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: utalentowany, zdolny, uzdolniony, utalentowanym, uzdolnionych