Προικισμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæfileikaríkur, hæfileikarík, duglegu, hæfileikaríki, þykir einnig afar góðar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικισμένος
προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, προικισμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- προθυμία στα ισλανδικά - ákefð, ákafi, vilji, vilja, vilja til, vilji til, viljann
- προικίζω στα ισλανδικά - Dower
- προικοδότηση στα ισλανδικά - endowment
- προκαλώ στα ισλανδικά - orsök, ástæða, áskorun, Challenge, Áskorunin, viðfangsefni, verkefni
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hæfileikaríkur, hæfileikarík, duglegu, hæfileikaríki, þykir einnig afar góðar
Μεταφράσεις: hæfileikaríkur, hæfileikarík, duglegu, hæfileikaríki, þykir einnig afar góðar