Προικισμένος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
надарени, надарен, надарените, талентиран, талентирани
Προικισμένος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικισμένος

προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, προικισμένος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • προθυμία στα σλαβομακεδονικά - подготвеност, волја, подготвеноста, желба, волјата
  • προικίζω στα σλαβομακεδονικά - dower
  • προικοδότηση στα σλαβομακεδονικά - донација, дарба, субвенционирање, Расположивоста, донација на
  • προκαλώ στα σλαβομακεδονικά - предизвикот, предизвик, предизвици
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: надарени, надарен, надарените, талентиран, талентирани