Συνταρακτικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скандален, ужасно, шокиращо, шокираща, шокиращи
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός
συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνταρακτικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνταιριάζω στα βουλγαρικά - поберат, вписват, побере, се поберат, се побере
- συνταξιούχος στα βουλγαρικά - пенсионер, пенсиониран, пенсионери, пенсионира, пенсионирани
- συντελεστής στα βουλγαρικά - фактор, коефициент, ген, фактор на, фактор за
- συντεταγμένη στα βουλγαρικά - координата, координира, координират, координиране, координатна
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: скандален, ужасно, шокиращо, шокираща, шокиращи
Μεταφράσεις: скандален, ужасно, шокиращо, шокираща, шокиращи