Συνταρακτικός στα εσθονικά
Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sütitav, šokeeriv, šokeerivad, šokeerivat, šokeeriva
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός
συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, συνταρακτικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- συνταιριάζω στα εσθονικά - ühitama, tikk, kokku sobima, sobi, mahu, mahtuda, sobituda
- συνταξιούχος στα εσθονικά - pensionär, pensionile jäänud, pensionile, pensionil, pensionäride, pensionärid
- συντελεστής στα εσθονικά - faktor, edasimüüja, kordaja, tegur, teguriks, teguri
- συντεταγμένη στα εσθονικά - korrastama, kooskõlastama, koordineerima, koordineerida, kooskõlastada, koordineerib
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sütitav, šokeeriv, šokeerivad, šokeerivat, šokeeriva
Μεταφράσεις: sütitav, šokeeriv, šokeerivad, šokeerivat, šokeeriva