Συνταρακτικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шокантна, шокантен, шокантно, Шокантната, шокантни
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός
συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συνταρακτικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- συνταιριάζω στα σλαβομακεδονικά - вклопат во, вклопи во, се вклопуваат во, вклопуваат во, се вклопат во
- συνταξιούχος στα σλαβομακεδονικά - во пензија, пензија, пензионираниот, пензионирани, пензиониран
- συντελεστής στα σλαβομακεδονικά - ген, фактор, фактор на, факторот, фактор за, фактори
- συντεταγμένη στα σλαβομακεδονικά - координира, ја координира, ги координира, се координираат, координираат
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: шокантна, шокантен, шокантно, Шокантната, шокантни
Μεταφράσεις: шокантна, шокантен, шокантно, Шокантната, шокантни