Συνταρακτικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
átakanlegum, átakanlegt, áfall, Átakanlegur, sláandi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός
συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συνταρακτικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συνταιριάζω στα ισλανδικά - eldspýta, jafnast, kappleikur, keppni, passa, passa í, að passa í, ...
- συνταξιούχος στα ισλανδικά - eftirlaun, lét af störfum, eftirlaunum, á eftirlaun, störfum
- συντελεστής στα ισλανδικά - þáttur, þátturinn, atriði, storkuþáttar, þáttur sem
- συντεταγμένη στα ισλανδικά - samhæfa, samræma, að samræma, hnit, samræmt
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: átakanlegum, átakanlegt, áfall, Átakanlegur, sláandi
Μεταφράσεις: átakanlegum, átakanlegt, áfall, Átakanlegur, sláandi