Συνταρακτικός στα δανικά
Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
chokerende, rystende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός
συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας δανικά, συνταρακτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- συνταιριάζω στα δανικά - match, kamp, tændstik, passe ind, passer i, passe, passer, ...
- συνταξιούχος στα δανικά - pensioneret, pensionerede, trak sig tilbage, på pension, pensionister
- συντελεστής στα δανικά - faktor, faktoren, element, forhold
- συντεταγμένη στα δανικά - koordinere, samordne, koordinerer, koordinering, samordner
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: chokerende, rystende
Μεταφράσεις: chokerende, rystende