Συνταρακτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schokkend, stuitend, schokkende, schokken, het schokken
Συνταρακτικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός

συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνταρακτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνταιριάζω στα ολλανδικά - echtpaar, lucifer, match, duo, tweetal, echtelieden, wedstrijd, ...
  • συνταξιούχος στα ολλανδικά - pensioentrekker, gepensioneerde, gepensioneerd, teruggetrokken, pensioen, met pensioen
  • συντελεστής στα ολλανδικά - element, bestanddeel, beginsel, makelaar, factor, factor is, factoren
  • συντεταγμένη στα ολλανδικά - coördineren, bijeenschakelen, te coördineren, coördinaat, coördinatie van, coördineert
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schokkend, stuitend, schokkende, schokken, het schokken