Συνταρακτικός στα γερμανικά

Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rührend, schockierend, schockierende, schockierenden, schockierender
Συνταρακτικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός

συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, συνταρακτικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • συνταιριάζω στα γερμανικά - spiel, übereinstimmen, korrespondieren, gegenstück, paar, kampf, wettkampf, ...
  • συνταξιούχος στα γερμανικά - rentenempfänger, pensionist, ruheständler, rentner, pensionär, im Ruhestand, pensioniert, ...
  • συντελεστής στα γερμανικά - makler, element, geschäftsführer, koeffizient, kommissionärin, faktor, warenmakler, ...
  • συντεταγμένη στα γερμανικά - koordinieren, koordinate, Koordinate, Koordinaten, zu koordinieren, Koordinierung
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: rührend, schockierend, schockierende, schockierenden, schockierender