Συνταρακτικός στα σουηδικά
Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chockerande, upprörande, shocking, chock, stöt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός
συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, συνταρακτικός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- συνταιριάζω στα σουηδικά - koppla, par, tändsticka, make, passa in, passa i, passar in, ...
- συνταξιούχος στα σουηδικά - pensionär, pensionerad, pensionerade, i pension, retired
- συντελεστής στα σουηδικά - agent, faktor, mäklare, faktorn, faktor som
- συντεταγμένη στα σουηδικά - koordinat, samordna, koordinaten, koordinera
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: chockerande, upprörande, shocking, chock, stöt
Μεταφράσεις: chockerande, upprörande, shocking, chock, stöt