Συνταρακτικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агідны, абрыдлівае, агіднае, жахлівае
Συνταρακτικός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός

συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συνταρακτικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • συνταιριάζω στα λευκορωσικά - упісацца ў, ўпісацца ў
  • συνταξιούχος στα λευκορωσικά - у адстаўцы
  • συντελεστής στα λευκορωσικά - фактар, чыньнік
  • συντεταγμένη στα λευκορωσικά - каардынаваць, каардынацыі
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: агідны, абрыдлівае, агіднае, жахлівае