Συνταρακτικός στα πολωνικά

Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mieszanie, wstrząsający, oburzający, szokujące, szokująca, szokujący
Συνταρακτικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός

συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, συνταρακτικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • συνταιριάζω στα πολωνικά - para, mecz, zapałka, ożenek, partia, małżeństwo, lont, ...
  • συνταξιούχος στα πολωνικά - rencista, emeryt, emerytowany, emeryturze, na emeryturze, emeryturę, na emeryturę
  • συντελεστής στα πολωνικά - ajent, wydźwięk, współczynnik, mnożnik, agent, pośrednik, pochodna, ...
  • συντεταγμένη στα πολωνικά - współrzędna, koordynować, skoordynowanie, równorzędny, koordynowanie, skoordynowany, współrzędny, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: mieszanie, wstrząsający, oburzający, szokujące, szokująca, szokujący