Συνταρακτικός στα λιθουανικά

Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šokiruojantis, šokiruoja, šokiruojanti, šokiruojančio, šokiruojantys
Συνταρακτικός στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός

συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συνταρακτικός στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συνταιριάζω στα λιθουανικά - degtukas, derėti, varžybos, tikti, mačas, rungtynės, tilpti, ...
  • συνταξιούχος στα λιθουανικά - išėjęs į pensiją, pensininkas, pensininkai, į pensiją, išėjo į pensiją
  • συντελεστής στα λιθουανικά - genas, veiksnys, faktorius, elementas, koeficientas, faktoriaus
  • συντεταγμένη στα λιθουανικά - koordinuoti, koordinuoja, derinti, koordinačių, suderinti
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šokiruojantis, šokiruoja, šokiruojanti, šokiruojančio, šokiruojantys