Συνταρακτικός στα λετονικά
Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
satriecošs, šokējoši, šokējošs, šokējoša
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός
συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας λετονικά, συνταρακτικός στα λετονικά
Μεταφράσεις
- συνταιριάζω στα λετονικά - sacīkstes, mačs, sērkociņš, iederēties, ietilptu, fit, iederas, ...
- συνταξιούχος στα λετονικά - atvaļināts, pensionēts, pensijā, retired, pensionēti
- συντελεστής στα λετονικά - faktors, gēns, koeficients, faktoru, koeficientu
- συντεταγμένη στα λετονικά - koordinēt, koordinē, koordinētu, saskaņot, koordinātu
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: satriecošs, šokējoši, šokējošs, šokējoša
Μεταφράσεις: satriecošs, šokējoši, šokējošs, šokējoša