Συνταρακτικός στα τούρκικα

Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şok edici, şok, şok edici bir, şaşırtıcı, sarsıcı
Συνταρακτικός στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός

συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, συνταρακτικός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • συνταιριάζω στα τούρκικα - uygun, uyum, sığacak, sığdırmak, uyacak
  • συνταξιούχος στα τούρκικα - emekli, emekli oldu, emekliye, emekli bir
  • συντελεστής στα τούρκικα - öğe, eleman, simsar, komisyoncu, faktör, faktörü, faktördür, ...
  • συντεταγμένη στα τούρκικα - koordinat, koordine, koordinatı, koordine etmek, koordinatını
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: şok edici, şok, şok edici bir, şaşırtıcı, sarsıcı