Συνταρακτικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chocante, chocantes, choque, surpreendente, chocando
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός
συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνταρακτικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνταιριάζω στα πορτογαλικά - combinar, esteira, unir, fósforo, caber em, caber no, encaixar, ...
- συνταξιούχος στα πορτογαλικά - aposentado, aposentou, aposentados, se aposentou, reformado
- συντελεστής στα πορτογαλικά - componente, meio, elemento, corretor, rudimento, fator, fator de, ...
- συντεταγμένη στα πορτογαλικά - coordenar, coordenada, de coordenadas, coordenar as, coordenar a
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: chocante, chocantes, choque, surpreendente, chocando
Μεταφράσεις: chocante, chocantes, choque, surpreendente, chocando