Συνταρακτικός στα ιταλικά

Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scioccante, sconvolgente, scioccanti, shocking, impressionante
Συνταρακτικός στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός

συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, συνταρακτικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • συνταιριάζω στα ιταλικά - partita, gara, fiammifero, coppia, adattarsi, bene in, adattarsi in, ...
  • συνταξιούχος στα ιταλικά - pensionato, ritirato, pensione, in pensione, pensionati
  • συντελεστής στα ιταλικά - sensale, coefficiente, fattore, fattore di, elemento, fattori, il fattore
  • συντεταγμένη στα ιταλικά - coordinare, coordinata, coordinate, di coordinate, coordinare le
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: scioccante, sconvolgente, scioccanti, shocking, impressionante