Συνταρακτικός στα φινλανδικά
Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
innostava, järkyttävä, järkyttävää, järkyttäviä, järkyttävän
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός
συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, συνταρακτικός στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- συνταιριάζω στα φινλανδικά - pari, kilpailu, ottelu, naittaa, sovi, mahdu, sopii, ...
- συνταξιούχος στα φινλανδικά - eläkkeensaaja, eläkeläinen, kansaneläkeläinen, eläkkeellä, eläkkeelle, jäi eläkkeelle, siirtyi eläkkeelle
- συντελεστής στα φινλανδικά - faktori, välittäjä, alkuaine, ainesosa, osatekijä, kerroin, aines, ...
- συντεταγμένη στα φινλανδικά - koordinaatti, koordinoida, koordinoimaan, koordinoi, koordinoitava, sovittaa yhteen
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: innostava, järkyttävä, järkyttävää, järkyttäviä, järkyttävän
Μεταφράσεις: innostava, järkyttävä, järkyttävää, järkyttäviä, järkyttävän